- νικηφόρος
- victorieux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Νικηφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
νικηφόρος — νῑκηφόρος , νικηφόρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικηφόρος Φωκάς — Βυζαντινός αυτοκράτορας. Βλ. λ. Νικηφόρος. Όνομα βυζαντινών αυτοκρατόρων (2.) … Dictionary of Greek
νικηφόρος — α, ο αυτός που φέρνει, που πετυχαίνει νίκη: ...Και χαραυγή μερώνει νικηφόρα, τ άγριο τ απαρηγόρητο σκοτάδι (Προβελέγγιος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικηφόρος ή Νικηφορίτζης — (11ος αι.). Βυζαντινός ευνούχος, που υπηρέτησε στην Αυλή του Βυζάντιου στα χρόνια του Κωνσταντίνου Γ’ Δούκα (1059 67) και του Μιχαήλ Z’ Δούκα (1071 78), ο οποίος τον διόρισε Λογοθέτη του Δρόμου. Η πολιτική του δράση, καθώς και η έντονη επιρροή… … Dictionary of Greek
Νικηφόρος ο Ιβηρίτης — Αγωνιστής του 1821. Ήταν μοναχός στο Άγιον Όρος και μαζί με πολλούς άλλους ακολούθησε τον Εμμανουήλ Πάπα, στην προσπάθειά του να καταστήσει τη Χαλκιδική, επαναστατική εστία. Με μερικούς οπαδούς του πήγε στην Κασσάνδρεια, αλλά επειδή απειλήθηκε να … Dictionary of Greek
Νικηφόρος ο Καίσαρ — Γιος του βασιλιά του Βυζάντιου Κωνσταντίνου E’ (741 775) και αδελφός του Λέοντα Δ’ (775 780), ο οποίος τον εξόρισε στη Χερσώνα με την κατηγορία ότι συνομωτούσε εναντίον του. Αφού ανακλήθηκε μετά από λίγο από την εξορία του, ο Ν. έμεινε στην… … Dictionary of Greek
Νικηφόρος Ουρανός — Βυζαντινός στρατηγός. Βλ. λ. Ουρανός. Επώνυμο Βυζαντινών στρατηγών … Dictionary of Greek
Νικηφόρος, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1840 – Αθήνα 1902). Κωμικός. Τη φήμη του οφείλει στο γεγονός ότι, έως το 1861, υποδυόταν διαρκώς γυναικείους ρόλους, με τόση φυσικότητα ώστε μόνο όσοι τον γνώριζαν μπορούσαν να το αντιληφθούν. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε έργα του… … Dictionary of Greek
Βρεττάκος, Νικηφόρος — (Κροκεές Λακωνίας 1912 – 1991). Ποιητής και πεζογράφος. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο, και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο. Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν… … Dictionary of Greek